λιβαδοαναθρεμμένος

λιβαδοαναθρεμμένος
λιβαδοαναθρεμμένος, -η, -ον (Μ)
1. αυτός που έχει ανατραφεί σε λιβάδια, μακριά από την πόλη
2. αγροίκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”